κακομετρία

κακομετρία
κακομετρία, ἡ (Α) [κακόμετρος]
1. πάπ. ελλιπές, μέτρο βάρους
2. (μετρική) εσφαλμένο μέτρο στίχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακομετρίαν — κακομετρίᾱν , κακομετρία short measure fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • κακόμετρος — κακόμετρος, ον (Α) 1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο 2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονό μετρος, ομοιό μετρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”